top of page

Η αντλία θερμότητας ως η οικονομικότερη λύση

Ελεάνα Αλυσανδράτου

Έγινε ενημέρωση: 28 Φεβ

Αμφίβολο το μέλλον της αγοράς φυσικού αερίου


Υπενθυμίζουμε πως ο ευρωπαϊκός στόχος πλήρους απανθρακοποίησης έχει ορίζοντα υλοποίησης μέχρι το 2050. Αυτό πρακτικά επιβάλει αποκλειστική ενεργειακή τροφοδότηση από ΑΠΕ και πλήρη κατάργηση της χρήσης ορυκτών καυσίμων.


Στο πλαίσιο υλοποίησης του παραπάνω σχεδίου, το τελικό σχέδιο του αναθεωρημένου ΕΣΕΚ που παρουσιάστηκε επίσημα από την κυβέρνηση τον Οκτώβριο και δημοσιεύθηκε επίσημα σε ΦΕΚ τον περασμένο Δεκέμβριο, προβλέπει ρητά την απαγόρευση χορήγησης κινήτρων για τη χρήση φυσικού αερίου, η οποία ουσιαστικά είχε δρομολογηθεί ήδη με ΦΕΚ που εκδόθηκε τον Μάιο του 2022. Το ΦΕΚ, μεταξύ πολλών άλλων, όριζε την επικείμενη κατάργηση της ευρωπαϊκής επιδότησης των καυστήρων φυσικού αερίου, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή την 1η Ιανουαρίου του 2025.


Η παραπάνω απόφαση, με τη δημοσιοποίηση της ήδη, το 2022, προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων, καθώς ουσιαστικά αποτέλεσε «ταφόπλακα» για την χρήση ορυκτών καυσίμων. Τρία χρόνια μετά, κοιτάζουμε τα στατιστικά χρήσης του φυσικού αερίου και δεν απορούμε καθόλου για την ανασφάλεια που έχει προκαλέσει μια τέτοια απόφαση.


Για την ακρίβεια, το 2024 η οικιακή χρήση φυσικού αερίου σημείωσε 4,83% αύξηση, μέγεθος όχι ασήμαντο, αν αναλογιστούμε ότι θεωρητικά θα έπρεπε να βαδίζουμε προς, δύσκολο μεν, διαζύγιο δε με τον παλιό ενεργειακό μας σύντροφο.


Οι αντιδράσεις

Δεν είναι πολύ μακριά η εποχή που η τοποθέτηση λεβήτων φυσικού αερίου γνώριζε μεγάλη άνθηση. Μόλις το 2018, η τότε κυβέρνηση κατέθετε το υπό διαβούλευση ΕΣΕΚ. Συγκεκριμένα, ο στόχος για το φυσικό αέριο μέχρι το 2030 ήταν η αύξηση της άμεσης χρήσης κατά 86% στους τελικούς τομείς κατανάλωσης σε σχέση με το 2016.


Όπως ήταν λογικό, αυτή η προτροπή οδήγησε στην μεγάλη αύξηση των εγκαταστάσεων λεβήτων φυσικού αερίου, οι οποίοι ήρθαν να αντικαταστήσουν τους καυστήρες πετρελαίου.


Το 2022, μόλις τέσσερα χρόνια μετά από την ανωτέρω στοχοθέτηση, η ανακοίνωση διακοπής χρηματοδότησης των λεβήτων, σε συνδυασμό με τον σταδιακό εξοστρακισμό του αερίου εν γένει, ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία για επαγγελματίες, επιχειρήσεις και καταναλωτές.


Μετά την επικύρωση της απόφασης από το Ευρωκοινοβούλιο το 2024, ο Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιδιοκτητών Ακινήτων (ΠΟΜΙΔΑ) σε συνέντευξη που παραχώρησε, τη χαρακτήρισε ως «μία απότομη στροφή, η οποία θα δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα στους ιδιοκτήτες ακινήτων αλλά και τις συναλλαγές στο Real Estate».


Επεσήμανε τη σημαντική αύξηση κόστους κατά την ενοικίαση ή την αγοραπωλησία των ακινήτων, καθώς στην πρώτη περίπτωση το κόστος θα επιβαρύνει τον ιδιοκτήτη, ενώ στη δεύτερη, ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη θα πρέπει να αναλάβει το κόστος της αναβάθμισης, εκτοξεύοντας έτσι τις τιμές στην αγορά ακινήτων.


Δεν παρέλειψε δε να μιλήσει και για την μη ύπαρξη επαρκούς εναλλακτικής, τονίζοντας πως παρά τη στροφή προς τις ΑΠΕ, η Ελλάδα αναγκάστηκε να ανοίξει ξανά τις λιγνιτικές μονάδες.


Τα σχόλια της ΠΟΜΙΔΑ ήταν αναμενόμενα δεδομένου του ότι οι ιδιοκτήτες ακινήτων που δεν συμμορφώνονται με την απόφαση, πρακτικά τίθενται εκτός αγοράς.


Ως συνεπακόλουθο, η αύξηση τιμών των ακινήτων έχει άμεση επιρροή και στη ζωή των ενοικιαστών, οι οποίοι επωμίζονται το κόστος μιας στεγαστικής κρίσης, η οποία αποκτά συνέχεια καινούριους λόγους να γιγαντώνεται.


Το μεγαλύτερο πλήγμα ωστόσο σαφώς και το δέχονται οι επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται στην αγορά φυσικού αερίου, όπως εγκαταστάτες λεβήτων, προμηθευτές, μηχανικοί που πραγματοποιούν τις μελέτες εγκατάστασης κ.ο.κ.


Αντ’ αυτού, τι;

Τηρώντας τις δεσμεύσεις της απέναντι στις ευρωπαϊκές οδηγίες, η Ελλάδα προωθεί σθεναρά την εγκατάσταση τεχνολογιών θέρμανσης που τροφοδοτούνται με ρεύμα. Στο επίκεντρο της προσοχής βρίσκονται οι αντλίες θερμότητας οι οποίες φέτος χρηματοδοτούνται από το κράτος μέσω των προγραμμάτων «Εξοικονομώ 2025» και «Αλλάζω θέρμανση και θερμοσίφωνα».


Σε μελέτη που δημοσίευσε το ΕΜΠ για το κόστος οικιακής θέρμανσης το τρίμηνο Οκτωβρίου- Δεκεμβρίου 2023 (για το 2024 δε δημοσιεύθηκε μελέτη από το ΕΜΠ), καταγράφηκε σαφέστατο οικονομικό προβάδισμα από τις αντλίες θερμότητας, από άποψη κατανάλωσης. Κατά προσέγγιση, σύμφωνα με επαγγελματίες του κλάδου, το COP (συντελεστής απόδοσης στην θέρμανση) είναι μεγαλύτερο στις αντλίες θερμότητας, λόγω του inverter του συμπιεστή που δίνει την δυνατότητα αυξομείωσης της απόδοσης ανάλογα με τη ζήτηση, διατηρώντας έτσι μικρή την κατανάλωση.


Γενικότερα, κυριαρχεί η πεποίθηση ότι οι αντλίες θερμότητας ενδείκνυνται μόνο για θερμότερα κλίματα, δηλαδή για τις νοτιότερες περιοχές της χώρας. Δεδομένου βέβαια του ότι οι αντλίες είναι κλιματιστικές μονάδες, μπορούν να λειτουργήσουν στις περισσότερες θερμοκρασίες, αν εγκατασταθούν στο σωστό μέγεθος και ρυθμιστούν ανάλογα με την εκάστοτε ανάγκη. Άλλωστε, η εγκατάσταση αντλιών γίνεται συστηματικά εδώ και πολλές δεκαετίες στην βόρεια Ευρώπη.


Υπάρχει επίσης κι η δυνατότητα σύνδεσης των αντλιών θερμότητας με ηλιακά πάνελ. Ιδίως σε μια χώρα με έντονη ηλιοφάνεια, το καλοκαίρι η αντλία θερμότητας μπορεί να τροφοδοτείται από τα ηλιακά πάνελ χωρίς να εξαρτάται από το ηλεκτρικό δίκτυο. Προσφέρει έτσι την συνεχή πρόσβαση σε ζεστό νερό, με το χαμηλότερο δυνατό κόστος.


Αναλύοντας σφαιρικά τα υπάρχοντα δεδομένα, διαπιστώνουμε πως η εγκατάσταση αντλιών μπορεί να αντικαταστήσει επαρκώς την χρήση ορυκτών καυσίμων. Πρόκειται για μια αποδοτική επένδυση μακροπρόθεσμα, η οποία είναι οικολογική, λόγω ελάχιστης παραγωγής ατμοσφαιρικών ρύπων, πολύ ευέλικτη στην εναλλαγή μεταξύ ψύχους και θερμότητας, με μικρή κατανάλωση και πρακτική λόγω του χώρου που καταλαμβάνουν οι εγκαταστάσεις.


Οφείλουμε βέβαια να αναγνωρίσουμε πως το μεγαλύτερο, αλλά σημαντικό μειονέκτημα των αντλιών, είναι το κόστος κτήσης – εγκατάστασης και το μέγεθος των εργασιών που απαιτούνται. Η εγκατάσταση μιας αντλίας θερμότητας απαιτεί σημαντικά περισσότερο προγραμματισμό και προετοιμασία.


Πιο συγκεκριμένα, απαιτείται σωστή εκτίμηση της απαιτούμενης ισχύος της αντλίας και των σωστών διαστάσεων των συσκευών εκπομπής θερμότητας. Επίσης η διαδικασία μπορεί να επιφέρει σημαντικές διαταραχές στην ιδιοκτησία ή τον κήπο καθώς μπορεί να απαιτηθούν παρεμβατικές εργασίες στην εξωτερική επένδυση του κτιρίου για την διασφάλιση της μόνωσης.


Με μια γρήγορη εκτίμηση, το κόστος αγοράς και εγκατάστασης μιας αντλίας θερμότητας μπορεί να κυμανθεί από 5.000 έως και πάνω από 7.000 ευρώ για ένα σπίτι 100 τ.μ, χωρίς να συμπεριλάβουμε τυχόν επιπλέον παρεμβάσεις όπως η μόνωση, ή η εγκατάσταση πάνελ για την μεγιστοποίηση της απόδοσης.


Νομοτελειακά, η αγορά ενέργειας οδηγείται στον εξηλεκτρισμό. Το αίτημα της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας είναι, όχι απλώς δίκαιο, αλλά και απαραίτητο.


Το πραγματικό ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν πρέπει να επενδύουμε στις καθαρότερες μορφές ενέργειας, διότι σαφώς γνωρίζουμε ότι το μέλλον διαγράφεται δυσοίωνο αν δεν αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο παράγουμε και καταναλώνουμε ενέργεια.


Ουσιαστικά, καλούμαστε να απαντήσουμε στο πως μπορούμε να φτάσουμε στον τελικό στόχο της απανθρακοποίησης, επιλέγοντας επιτεύξιμες λύσεις, που δεν επιτείνουν την προϋπάρχουσα οικονομική δυσχέρεια, προσπαθώντας να αποσοβήσουν μια άλλη.


Αδιαπραγμάτευτα, οι αντλίες θερμότητας θα μπορούσαν να αποτελέσουν υποδειγματική λύση αντικατάστασης των λεβήτων φυσικού αερίου, υπό την προϋπόθεση ότι ο εκάστοτε ιδιώτης μπορεί να καλύψει το μεγάλο οικονομικό κόστος της επένδυσης, ώστε να επωφεληθεί από την μακροπρόθεσμη εξοικονόμηση.


Υπάρχουν βέβαια κι οι κρατικές επιχορηγήσεις οι οποίες καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος του κόστους εγκατάστασης και εργασιών. Για παράδειγμα, το «Αλλάζω Σύστημα Θέρμανσης και Θερμοσίφωνα» για την τοποθέτηση αντλίας παρέχει το 50% του συνολικού κόστους, με επιλέξιμη δαπάνη 6.000 ευρώ, προ ΦΠΑ, ενώ χρηματοδοτείται και ο ΦΠΑ, απλώς δεν συμπεριλαμβάνεται στην παραπάνω δαπάνη.


Η συμμετοχή στο πρόγραμμα λοιπόν βλέπουμε ότι χαμηλώνει σημαντικά το κόστος της επένδυσης χωρίς εισοδηματικά κριτήρια, απλώς οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να μπορούν να καταβάλουν το ποσό της επένδυσης αρχικά, υπομένοντας όλες τις πιθανές καθυστερήσεις και δυσκολίες που μπορεί να επισύρει η συμμετοχή στο πρόγραμμα.

Comments


bottom of page